αποπνιγμός

αποπνιγμός
ο
1) удушение, удавление; 2) удушье

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αποπνιγμός" в других словарях:

  • κατάπνιξη — η (AM κατάπνιξις) [καταπνίγω] 1. το τελειωτικό πνίξιμο, απόπνιξη, αποπνιγμός 2. μτφ. καταστολή, αναχαίτιση, παρεμπόδιση («κατάπνιξη επαναστατικού κινήματος») …   Dictionary of Greek

  • απόπνιξη — απόπνιξη, η και αποπνιγμός, ο η δυσκολία στην αναπνοή, το πνίξιμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ασφυξία — η σταμάτημα των σφυγμών, δυσκολία αναπνοής, αποπνιγμός: Πέθανε από ασφυξία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»